- εισαγγελεύω
- αμετ. исполнять обязанности прокурора
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εισαγγελεύω — αντικαθιστώ τον εισαγγελέα και ασκώ τα καθήκοντά του. [ΕΤΥΜΟΛ. Η μετοχή εισαγγελεύων μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
εισαγγελεύω — αμτβ., αντικαθιστώ προσωρινά τον εισαγγελέα ασκώντας τα καθήκοντά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)